- αμέθυστος
- Παραλλαγή του ορυκτού χαλαζία (SiO2) με ιώδες χρώμα. Χρησιμοποιήθηκε από τα αρχαιότατα χρόνια ως πολύτιμος λίθος (ο ανατολικός α. είναι παραλλαγή το ορυκτού κορουνδίου, AlO3). Τα πιο αξιόλογα κοιτάσματα αμέθυστου βρίσκονται στα Ουράλια Όρη, στη Σρι Λάνκα και στη Νότια Αμερική.
Κρύσταλλοι αμέθυστου με ζωηρό ιώδες χρώμα σε παραγένεση με διαυγή χαλαζία και αχάτη. Οι μεγάλοι ομοιόχρωμοι κρύσταλλοι αμέθυστου έχουν σημαντική αξία ως πολύτιμοι λίθοι (φωτ. Igda).
* * *(I)-η, -ο (Α ἀμέθυστος, -ον] [μεθύω]αυτός που δεν μέθυσε, δεν είναι μεθυσμένος, ξεμέθυστοςνεοελλ.αυτός που αντιδρά στο πιοτό, που δεν μπορεί να μεθύσειαρχ.1. (το θηλ. η το ουδ. ως ουσ.) ἡ ἀμέθυστος και τό ἀμέθυστονφάρμακο κατά τής μέθης2. ἀμέθυστος, ηβλ. ἀμέθυστος, ο (Ορυκτ.).————————(II)ο (Ορυκτ.)ημιπολύτιμη ποικιλία τού χαλαζία (SiO2) με χρώμα μωβ έως βιολετί, η οποία χρησιμοποιείται ως κόσμημα ή ως διακοσμητικό υλικό.[ΕΤΥΜΟΛ. < επίθ. ἀμέθυστος*, με χρήση ουσ. Η λ. πέρασε και στην ξεν. επιστημον. ορολογία, πρβλ. αγγλ. amethyst].
Dictionary of Greek. 2013.